Μπήκε μέσα, κάθισε,τραγούδαγε τραγούδια που είχα καιρό να ακούσω, παλιομοδίτικα.
Γελάγαμε εμείς,πάλι έχει πιει λέγαμε.Έβαλε την μουσική της,έκλεισε τα φώτα και σταμάτησε να τραγουδάει.
- Πάρε αυτό,διάβασε το δυνατά.
έδωσε σε μια κοπέλα να διαβάσει Ρεμπώ.
- << Είμαι κτήνος,ένας αράπης.Αλλά μπορώ να σωθώ.Εσείς είστε ψευταράδες,μανιακοί,άγριοι, δυστυχείς,όλοι σας.>>
Εγώ καθόμουν στην καρέκλα,δεν μίλαγα,την έβλεπα να σηκώνει τα χέρια της και να κλίνει τα μάτια της και να χτυπιέται,τρόμαξα.
-ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ.
της είπε.
Πιο δυνατά μίλαγε και αυτή.
Έκλεισα τα μάτια μου,κάτι δεν πήγαινε καλά, σκεφτόμουν αυτά που άκουγα,με τρόμαζαν οι σκιές που έβλεπα. Ξαφνικά άκουσα φωνές,ουρλιαχτά.
-Κυρία;Κυρία είστε καλά;Καλέστε βοήθεια αμέσως
Τα πάντα γύρω μου θόλωσαν δεν άκουγα τίποτα,έτρεξα δίπλα της,της κράτησα το χέρι,αυτή δεν μιλούσε πια,δεν μας κοίταγε.
-Κυρία σας παρακαλώ όχι πάλι,ξυπνήστε σας παρακαλώ.
Άνοιξε τα μάτια της,μου έπιασε το χέρι,με κοίταξε με ένα κενό βλέμμα.
-Πως σε λένε;
-Είστε καλά;
-Μείνε μαζί μου,σε παρακαλώ.
-Εντάξει σας το υπόσχομαι.
-Είμαι μόνη μου δεν έχω κανέναν,μονάχα μια γατούλα και αυτή ετοιμοθάνατη,αδέσποτη από τον δρόμο.
-Ναι κύρια,μην τα σκέφτεστε αυτά τώρα,σας παρακαλώ,είστε καλά;
-Μια χαρά είμαι.
Σηκώθηκε,την κοιτάζαμε όλοι,γύρισε στο παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο.
-Λοιπόν παιδιά συνεχίζουμε,διάβασε παρακάτω.
Πέρναγε η ώρα,φώναζε,έκλαιγε για τα χαμένα χρόνια της,κάνεις δεν μίλαγε,όλοι την αγαπάνε.Μίλαγε για χαμένα παιδιά,για την μοναξιά της και την μιζέρια της,βούρκωσα.
-Τέλος θέλω να σας ευχαριστήσω όλους σας μέσα από την καρδιά μου,σας αγαπάω πολύ και μην ξεχνάτε ότι η αγκαλιά μου χωράει όλους,ότι χρειαστείτε εδώ είμαι.Ευχαριστώ.